- ξακρίζω
- 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ»)3. βάζω κάτι κατά μέρος ως άχρηστο ή ευτελές ή διαφορετικό, παραμερίζω4. παίρνω κάποιον κατά μέρος για να τού μιλήσω ιδιαιτέρως, ξεμοναχιάζω κάποιον5. φρ. «ξακρίζω το χωράφι» — σκάβω με τσάπα όλες τις άκρες ενός χωραφιού όπου δεν μπορεί να περάσει το άροτρο, καλλιεργώ το χωράφι ώς τις άκρες του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ακρίζω (βλ. και λ. ξ[ε]με επιτ. σημ.) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.