ξακρίζω

ξακρίζω
1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου
2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ»)
3. βάζω κάτι κατά μέρος ως άχρηστο ή ευτελές ή διαφορετικό, παραμερίζω
4. παίρνω κάποιον κατά μέρος για να τού μιλήσω ιδιαιτέρως, ξεμοναχιάζω κάποιον
5. φρ. «ξακρίζω το χωράφι» — σκάβω με τσάπα όλες τις άκρες ενός χωραφιού όπου δεν μπορεί να περάσει το άροτρο, καλλιεργώ το χωράφι ώς τις άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ακρίζω (βλ. και λ. ξ[ε]
με επιτ. σημ.) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξακρίζω — ξακρίζω, ξάκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξακρίζω — ξάκρισα, ξακρίστηκα, ξακρισμένος 1. κάνοντας κάτι φτάνω σε όλα τα άκρα: Όταν σκουπίζεις να ξακρίζεις. 2. για χωράφι, ανοίγω τις άκρες του ως εκεί που δεν μπορεί να φτάσει το αλέτρι: Ξάκριζε το χωράφι σου και μη λυπάσαι τα στάχυα που πέφτουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξάκρισμα — το [ξακρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξακρίζω, ιδίως το κόψιμο τών άκρων ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • εξακρίζω — και ξακρίζω (Α ἐξακρίζω) [άκρον] νεοελλ. κόβω τις άκρες ενός πράγματος (π.χ. υφάσματος) αρχ. αγγίζω τις άκρες, την κορυφή …   Dictionary of Greek

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… …   Dictionary of Greek

  • ξάκρισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξακρίζω: Το βιβλίο θέλει ξάκρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”